-
1 не
I не όχι· δε(ν) (при глаголе)' μη(ν) (запрещение)' не только όχι μόνο' не раз όχι μόνο μια φορά я не знаю δεν ξέρω' я II не вижу δε βλέπω* не трогай! - μην πειράζεις! ◇ тем не менее παρ' όλα αυτά, παρ' όλο· не за что! τίποτε!* * *όχι; δε(ν) ( при глаголе); μη (ν) ( запрещение)не то́лько — όχι μόνο
я не зна́ю — δεν ξέρω
я не ви́жу — δε βλέπω
не тро́гай! — μην πειράζεις!
••тем не ме́нее — παρ'όλα αυτά, παρ'όλο
не́ за что! — τίποτε!
См. также в других словарях:
πειράζω — ΝΜΑ νεοελλ. 1. ενοχλώ (α. «τόν πειράζουν οι φωνές τών παιδιών» β. «θα σέ πείραζε αν άνοιγα το παράθυρο;») 2. (σχετικά με γυναίκα) παρενοχλώ με απρεπείς φράσεις ή τρόπους («πειράζει τις γυναίκες και τα κορίτσια τής γειτονιάς») 3. απευθύνω… … Dictionary of Greek
που — (I) και ιων. τ. κου και αιολ. τ. ποι, Α (αόρ. εγκλιτ. επίρρ.) 1. κάπου, σε κάποιο τόπο («ἐμβαλεῑν που τῆς χώρας», Ξεν.) 2. σε κάποιο βαθμό («καὶ πού τι καὶ ή ἀπειρία πρῶτον ναυμαχούντας ἔσφηλεν», Θουκ.) 3. (με αριθμτ.) περίπου, πάνω κάτω («ἔτεα… … Dictionary of Greek
άγγι(α)χτος — η, ο 1. ανέγγιχτος, άθιχτος: Άφησε το φαγητό του άγγι(α)χτο. 2. αυτός που θυμώνει εύκολα: Μην τον πειράζεις, γιατί είναι άγγι(α)χτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αφαρπάζω — ασα, άχτηκα, ασμένος 1. αρπάζω κάτι ξαφνικά και βίαια, αποσπώ, παρασύρω: Ο άνεμος ήταν τόσο δυνατός που αφάρπασε ακόμη και σκεπές σπιτιών. 2. το μέσ., αφαρπάζομαι θυμώνω εύκολα κι απότομα: Μην τον πειράζεις, γιατί αφαρπάζεται εύκολα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)