Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

μην πειράζεις

См. также в других словарях:

  • πειράζω — ΝΜΑ νεοελλ. 1. ενοχλώ (α. «τόν πειράζουν οι φωνές τών παιδιών» β. «θα σέ πείραζε αν άνοιγα το παράθυρο;») 2. (σχετικά με γυναίκα) παρενοχλώ με απρεπείς φράσεις ή τρόπους («πειράζει τις γυναίκες και τα κορίτσια τής γειτονιάς») 3. απευθύνω… …   Dictionary of Greek

  • που — (I) και ιων. τ. κου και αιολ. τ. ποι, Α (αόρ. εγκλιτ. επίρρ.) 1. κάπου, σε κάποιο τόπο («ἐμβαλεῑν που τῆς χώρας», Ξεν.) 2. σε κάποιο βαθμό («καὶ πού τι καὶ ή ἀπειρία πρῶτον ναυμαχούντας ἔσφηλεν», Θουκ.) 3. (με αριθμτ.) περίπου, πάνω κάτω («ἔτεα… …   Dictionary of Greek

  • άγγι(α)χτος — η, ο 1. ανέγγιχτος, άθιχτος: Άφησε το φαγητό του άγγι(α)χτο. 2. αυτός που θυμώνει εύκολα: Μην τον πειράζεις, γιατί είναι άγγι(α)χτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αφαρπάζω — ασα, άχτηκα, ασμένος 1. αρπάζω κάτι ξαφνικά και βίαια, αποσπώ, παρασύρω: Ο άνεμος ήταν τόσο δυνατός που αφάρπασε ακόμη και σκεπές σπιτιών. 2. το μέσ., αφαρπάζομαι θυμώνω εύκολα κι απότομα: Μην τον πειράζεις, γιατί αφαρπάζεται εύκολα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»